«E» 14/4
|
ΤΟΥ Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ
gapostolidis@pegasus.gr
Στα χαρτιά έχει μείνει επί έξι χρόνια ένα φιλόδοξο σχέδιο του ΟΑΣΠ για τον έλεγχο των δημόσιων κτιρίων και την εκτίμηση σεισμικού κίνδυνου, εξαιτίας της αδιαφορίας που δείχνουν δήμοι και νομαρχίες.
Από τα 80.000 δημόσια κτίρια σε όλη τη χώρα έχουν συγκεντρωθεί στοιχεία μόνο για 5-6.000 και εξ αυτών πολλά δελτία καταγραφής είναι ουσιαστικά άχρηστα. Μια πρώτη εκτίμηση των στοιχείων δείχνει ότι απαιτείται δευτεροβάθμιος εμπεριστατωμένος έλεγχος σε ένα μεγάλο ποσοστό των κτιρίων που φτάνει το 20-25%.
Το πρόγραμμα για «ταχύ οπτικό έλεγχο» δημόσιων κτιρίων ξεκίνησε το 2001 όμως δέκα νομαρχίες (και πολλοί δήμοι) δεν έχουν ακόμα στείλει ούτε ένα δελτίο καταγραφής για τον σεισμικό κίνδυνο στα κτίρια της περιοχής τους, παρά τις εκκλήσεις του ΟΑΣΠ...
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Αιτωλοακαρνανίας. Οταν, μετά τον σεισμό στη Τριχωνίδα, οι υπηρεσίες του Οργανισμού Αντισεισμικής Προστασίας ανέτρεξαν στη βάση δεδομένων, διαπίστωσαν ότι δεν είχε αποσταλεί ούτε ένα δελτίο καταγραφής ή επικινδυνότητας δημόσιων κτιρίων από τον νομό.
«Εκτιμούμε ότι συνολικά στην Ελλάδα υπάρχουν κάπου 80.000 κτίρια δημόσιας ή κοινωφελούς χρήσης. Ομως μέχρι τώρα έχουμε λάβει ενημέρωση για την κατάσταση μόνο 5-6.000 κτιρίων. Από την Αιτωλοακαρνανία, για παράδειγμα, δεν έχουμε λάβει καμία καρτέλα, ούτε και για τη σεισμογενή Λευκάδα» λέει ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ Κώστας Μακρόπουλος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Ο στόχος μας ήταν να διαπιστώσουμε σε τι κατάσταση είναι τα δημόσια κτίρια από σεισμικής πλευράς και σε τι βαθμό χρειάζονται ενίσχυση. Το πρόγραμμα του ΟΑΣΠ ξεκίνησε το 2001. Ζητήθηκε από τις τεχνικές υπηρεσίες δήμων και νομαρχιών με τους μηχανικούς που διαθέτουν να κάνουν ταχύ οπτικό έλεγχο και να ακολουθήσουν τις ειδικές φόρμες που τους δώσαμε. Υπάρχει όμως και ένα ακόμα πρόβλημα, αφού πολλές από τις καρτέλες που μας έστειλαν δεν είναι αξιοποιήσιμες, διότι δεν έχουν συμπληρωθεί σωστά. Από τις καρτέλες που μας έστειλαν, οι 1.500 έχουν ελλιπή στοιχεία».
SΟS για τα προ του '85Ως περισσότερο ευάλωτα στους σεισμούς θεωρούνται τα κτίρια που κατασκευάστηκαν πριν από το 1985, σύμφωνα με έρευνα του ΤΕΕ.
Το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος τώρα θα στείλει σε 1.034 Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πλήρη στοιχεία για τη σεισμική επικινδυνότητα της περιοχής τους, την ίδια στιγμή που οι φορείς της Αυτοδιοίκησης αδιαφόρησαν σε μεγάλο βαθμό στις εκκλήσεις του ΟΑΣΠ για την κατάσταση των δημόσιων κτιρίων τους.
Τα στοιχεία θα δοθούν σε ηλεκτρονική μορφή και εμπεριέχουν πληροφορίες ακόμα και ανά οικοδομικό τετράγωνο.
Πρόκειται για τη δεύτερη φάση του ΕΠΑΝΤΥΚ (Εθνικό Πρόγραμμα για την Αντισεισμική Ενίσχυση Υφιστάμενων Κατασκευών), που ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια ο καθηγητής κ. Θ. Π. Τάσσιος, ο οποίος επισημαίνει ότι «τα κτίρια που χτίστηκαν πριν από το 1985 ενδέχεται να είναι σεισμικώς πιο εύτρωτα. Εν όψει αυτού του γεγονότος, προκύπτει το αίτημα της προσεισμικής ει δυνατόν ενίσχυσης των παλαιότερων κτιρίων, του 80% δηλαδή του συνολικού δομικού πλούτου της χώρας. Το σοβαρό αυτό αίτημα όμως δεν μπορεί να ικανοποιηθεί εύκολα και γρήγορα. Το κύριο και πολύ μεγάλο εμπόδιο είναι το πολύ μεγάλο κόστος που απαιτείται για τέτοιες ενισχύσεις».
Η σύμβαση που υπεγράφη τον Ιούλιο 2006 μεταξύ ΤΕΕ, ΚΕΔΚΕ και υπ. Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης προβλέπει τη χρηματοδότηση από το πρόγραμμα «Θησέας».
Κτίρια που ελέγχθηκαν (ανά περιφέρεια)
Οι πρώτες εκτιμήσεις που αφορούν κάπου 3.500 κτίρια, δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος χρειάζεται δευτεροβάθμιο έλεγχο, καθώς η κατάστασή τους ακόμη και... δια γυμνού οφθαλμού, δείχνει ότι δεν επιτρέπεται εφησυχασμός. «Θέλουμε να καταλήξουμε σε ενιαίο τρόπο βαθμολόγησης και μια κοινή βάση αξιολόγησης.
Στόχος του ΟΑΣΠ είναι να διαπιστώσουμε ποια κτίρια θέλουν έλεγχο, πού απαιτείται ενίσχυση και να κάνουμε συγκεκριμένες προτάσεις. Το δύσκολο είναι η δεύτερη φάση όπου θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα, σε συνάρτηση με το κόστος και την επικινδυνότητα ή όπου υπάρχει πολύς κόσμος» λέει ο κ. Μακρόπουλος και σημειώνει ότι έχει συσταθεί ειδική επιτροπή αξιολόγησης.
«Ο βαθμός απόκρισης στην κεντρική εντολή ήταν πολύ χαμηλός, ενώ τα μισά δελτία δεν είναι αξιοποιήσιμα επαρκώς», λέει ο καθηγητής του ΑΠΘ κ. Μ. Στυλιανίδης που μετέχει στην επιτροπή. «Η πρώτη εικόνα είναι ότι από τα 3.500 κτίρια ένα μεγάλο τμήμα χρειάζεται δεύτερο εμπεριστατωμένο έλεγχο σύμφωνα με τις καρτέλες που έχουμε στη διάθεσή μας».
Στο επίκεντρο η ασφάλεια των σχολείων
Η εικόνα από το μισοκατεστραμμένο σχολείο στο Θέρμο Αιτωλοακαρνανίας επαναφέρει το δραματικό ερώτημα: κατά πόσο ασφαλή είναι τα σχολεία σε ενδεχόμενο σεισμό.
Τα χαλάσματα πάνω από τον πίνακα και οι ρωγμές αποτυπώνουν το εύρος του κινδύνου αλλά και τις ευθύνες των αρμόδιων.
Δεν είναι άλλωστε λίγα τα σχολεία που εγκατέλειψαν τα κτίρια με τον σεισμό του 1999, όπως στο Περιστέρι, και έκτοτε κάνουν μαθήματα σε λυόμενα. Προχθές ο καθηγητής Σεισμικής Μηχανικής του ΕΜΠ, κ. Γιάννης Πρωτονοτάριος, ανέφερε ότι, οκτώ χρόνια μετά τον σεισμό της Αττικής, κάπου 100 σχολεία εξακολουθούν να είναι επικίνδυνα.
«Μέχρι τώρα έχουμε ελέγξει 3.962 σχολεία και 4.981 στατικώς ανεξάρτητα κτίρια σε 40 νομούς της χώρας. Ο έλεγχος επικεντρώνεται στις σχολικές μονάδες που κτίστηκαν πριν από το 1959 χωρίς αντισεισμικές προδιαγραφές. Παράλληλα σε ορισμένες ευαίσθητες περιοχές ο έλεγχος επεκτείνεται σε όλα τα σχολεία όπως σε Κεφαλονιά, Λευκάδα, Ζάκυνθο, Σάμο, Λέσβο , Χίο» λέει ο κ. Πάνος Παταργιάς πρόεδρος του ΟΣΚ.
Χαμηλά ποσοστά επικινδυνότητας«Περισσότερα προβλήματα νομίζω ότι υπάρχουν στα κτίρια και τα σχολεία που κατασκευάστηκαν την περίοδο 1960-80, πριν από τον αντισεισμικό κανονισμό του 1985» λέει ο κ. Παναγιώτης Καρύδης καθηγητής του ΕΜΠ στο Εργαστήριο Αντισεισμικής Τεχνολογίας, που μετέχει σε προγράμματα έλεγχου των σχολείων τόσο με τον ΟΣΚ όσο και με τον Δήμο Αθηναίων.
«Τα γενικά στοιχεία των σχολείων που ελέγξαμε είναι αρκετά καλά από πλευράς δομικού συστήματος. Ενα πολύ μικρό ποσοστό, κάπου 1%, απαιτεί επισκευές, ενώ τα περισσότερα προβλήματα είναι δευτερεύουσας σημασίας».
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Στο μικροσκόπιο 1 στα 2 νοσοκομεία
Η αξία μιας ολοκληρωμένης έρευνας για τα δημόσια κτίρια καθίσταται εμφανής από μια μικρογραφία της μελέτης των δημόσιων κτιρίων, που έγινε από το εργαστήριο Σιδηροπαγούς Σκυροδέματος του Α.Π.Θ. και αφορά την κατάσταση των νοσοκομείων στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης καθώς και τα κτίρια του ίδιου πανεπιστημίου.
«Το 50% των νοσοκομειακών κτιρίων, δηλαδή ένα στα δύο, χρειάζεται λεπτομερέστερο έλεγχο. Αυτό σε ένα πλήθος κάπου 300 ανεξάρτητων από στατικής πλευράς κτιρίων. Οι νέες μονάδες είναι σε καλή κατάσταση, ενώ σε παλαιότερες χρειάζεται επανεξέταση ή και παρέμβαση.
Είναι ένα πρόγραμμα από την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και ήδη έχει παραδοθεί η μελέτη», λέει ο καθηγητής του ΑΠΘ κ. Γιώργος Πενέλης και εξηγεί ότι πρόκειται για κτιριακά συγκροτήματα που έχουν δημιουργηθεί σταδιακά και ορισμένα χρονολογούνται από την εποχή της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης.
«Στο ίδιο πρόγραμμα ελέγξαμε 160 ανεξάρτητα σχολικά κτίρια και το 40% χρειάζεται λεπτομερή επανεξέταση.
Επίσης στο Α.Π.Θ. από τα 150 στατικά ανεξάρτητα κτίρια χρειάζεται συστηματικός επανέλεγχος σε 60 κτίρια.
Εμείς ελέγξαμε 30 από αυτά και διαπιστώσαμε ότι τα 5-6 είναι άμεσης προτεραιότητας και απαιτούνται χρήματα για την ενίσχυσή τους.
Ηδη έχει γίνει η οριστική μελέτη για το πρώτο εξ αυτών, που είναι το κτίριο διοίκησης. Υστερα από διαγωνισμό, ανατέθηκε σε εργολάβο η επέμβαση που πρέπει να γίνει».
gapostolidis@pegasus.gr
Στα χαρτιά έχει μείνει επί έξι χρόνια ένα φιλόδοξο σχέδιο του ΟΑΣΠ για τον έλεγχο των δημόσιων κτιρίων και την εκτίμηση σεισμικού κίνδυνου, εξαιτίας της αδιαφορίας που δείχνουν δήμοι και νομαρχίες.
Από τα 80.000 δημόσια κτίρια σε όλη τη χώρα έχουν συγκεντρωθεί στοιχεία μόνο για 5-6.000 και εξ αυτών πολλά δελτία καταγραφής είναι ουσιαστικά άχρηστα. Μια πρώτη εκτίμηση των στοιχείων δείχνει ότι απαιτείται δευτεροβάθμιος εμπεριστατωμένος έλεγχος σε ένα μεγάλο ποσοστό των κτιρίων που φτάνει το 20-25%.
Το πρόγραμμα για «ταχύ οπτικό έλεγχο» δημόσιων κτιρίων ξεκίνησε το 2001 όμως δέκα νομαρχίες (και πολλοί δήμοι) δεν έχουν ακόμα στείλει ούτε ένα δελτίο καταγραφής για τον σεισμικό κίνδυνο στα κτίρια της περιοχής τους, παρά τις εκκλήσεις του ΟΑΣΠ...
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Αιτωλοακαρνανίας. Οταν, μετά τον σεισμό στη Τριχωνίδα, οι υπηρεσίες του Οργανισμού Αντισεισμικής Προστασίας ανέτρεξαν στη βάση δεδομένων, διαπίστωσαν ότι δεν είχε αποσταλεί ούτε ένα δελτίο καταγραφής ή επικινδυνότητας δημόσιων κτιρίων από τον νομό.
«Εκτιμούμε ότι συνολικά στην Ελλάδα υπάρχουν κάπου 80.000 κτίρια δημόσιας ή κοινωφελούς χρήσης. Ομως μέχρι τώρα έχουμε λάβει ενημέρωση για την κατάσταση μόνο 5-6.000 κτιρίων. Από την Αιτωλοακαρνανία, για παράδειγμα, δεν έχουμε λάβει καμία καρτέλα, ούτε και για τη σεισμογενή Λευκάδα» λέει ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ Κώστας Μακρόπουλος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Ο στόχος μας ήταν να διαπιστώσουμε σε τι κατάσταση είναι τα δημόσια κτίρια από σεισμικής πλευράς και σε τι βαθμό χρειάζονται ενίσχυση. Το πρόγραμμα του ΟΑΣΠ ξεκίνησε το 2001. Ζητήθηκε από τις τεχνικές υπηρεσίες δήμων και νομαρχιών με τους μηχανικούς που διαθέτουν να κάνουν ταχύ οπτικό έλεγχο και να ακολουθήσουν τις ειδικές φόρμες που τους δώσαμε. Υπάρχει όμως και ένα ακόμα πρόβλημα, αφού πολλές από τις καρτέλες που μας έστειλαν δεν είναι αξιοποιήσιμες, διότι δεν έχουν συμπληρωθεί σωστά. Από τις καρτέλες που μας έστειλαν, οι 1.500 έχουν ελλιπή στοιχεία».
SΟS για τα προ του '85Ως περισσότερο ευάλωτα στους σεισμούς θεωρούνται τα κτίρια που κατασκευάστηκαν πριν από το 1985, σύμφωνα με έρευνα του ΤΕΕ.
Το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος τώρα θα στείλει σε 1.034 Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πλήρη στοιχεία για τη σεισμική επικινδυνότητα της περιοχής τους, την ίδια στιγμή που οι φορείς της Αυτοδιοίκησης αδιαφόρησαν σε μεγάλο βαθμό στις εκκλήσεις του ΟΑΣΠ για την κατάσταση των δημόσιων κτιρίων τους.
Τα στοιχεία θα δοθούν σε ηλεκτρονική μορφή και εμπεριέχουν πληροφορίες ακόμα και ανά οικοδομικό τετράγωνο.
Πρόκειται για τη δεύτερη φάση του ΕΠΑΝΤΥΚ (Εθνικό Πρόγραμμα για την Αντισεισμική Ενίσχυση Υφιστάμενων Κατασκευών), που ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια ο καθηγητής κ. Θ. Π. Τάσσιος, ο οποίος επισημαίνει ότι «τα κτίρια που χτίστηκαν πριν από το 1985 ενδέχεται να είναι σεισμικώς πιο εύτρωτα. Εν όψει αυτού του γεγονότος, προκύπτει το αίτημα της προσεισμικής ει δυνατόν ενίσχυσης των παλαιότερων κτιρίων, του 80% δηλαδή του συνολικού δομικού πλούτου της χώρας. Το σοβαρό αυτό αίτημα όμως δεν μπορεί να ικανοποιηθεί εύκολα και γρήγορα. Το κύριο και πολύ μεγάλο εμπόδιο είναι το πολύ μεγάλο κόστος που απαιτείται για τέτοιες ενισχύσεις».
Η σύμβαση που υπεγράφη τον Ιούλιο 2006 μεταξύ ΤΕΕ, ΚΕΔΚΕ και υπ. Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης προβλέπει τη χρηματοδότηση από το πρόγραμμα «Θησέας».
Κτίρια που ελέγχθηκαν (ανά περιφέρεια)
- ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΤΙΡΙΑ
Αν. Μακεδονίας - Θράκης 372 - Κεντρικής Μακεδονίας 751
- Δυτικής Μακεδονίας 359
- Ηπείρου 113
- Θεσσαλίας 79
- Ιόνιων νήσων 471
- Δυτικής Ελλάδος 375
- Στερεάς 478
- Αττικής 790
- Πελοποννήσου 1.047
- Βορείου Αιγαίου 89
- Νοτίου Αιγαίου 123
- Κρήτης 574
- Υπουργείο Μακεδονίας - Θράκης 2
- Υπ. Οικονομίας 116
- Υπ. Υγείας 33
- Υπ. Δικαιοσύνης 36
- Σύνολο 5.808
Οι πρώτες εκτιμήσεις που αφορούν κάπου 3.500 κτίρια, δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος χρειάζεται δευτεροβάθμιο έλεγχο, καθώς η κατάστασή τους ακόμη και... δια γυμνού οφθαλμού, δείχνει ότι δεν επιτρέπεται εφησυχασμός. «Θέλουμε να καταλήξουμε σε ενιαίο τρόπο βαθμολόγησης και μια κοινή βάση αξιολόγησης.
Στόχος του ΟΑΣΠ είναι να διαπιστώσουμε ποια κτίρια θέλουν έλεγχο, πού απαιτείται ενίσχυση και να κάνουμε συγκεκριμένες προτάσεις. Το δύσκολο είναι η δεύτερη φάση όπου θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα, σε συνάρτηση με το κόστος και την επικινδυνότητα ή όπου υπάρχει πολύς κόσμος» λέει ο κ. Μακρόπουλος και σημειώνει ότι έχει συσταθεί ειδική επιτροπή αξιολόγησης.
«Ο βαθμός απόκρισης στην κεντρική εντολή ήταν πολύ χαμηλός, ενώ τα μισά δελτία δεν είναι αξιοποιήσιμα επαρκώς», λέει ο καθηγητής του ΑΠΘ κ. Μ. Στυλιανίδης που μετέχει στην επιτροπή. «Η πρώτη εικόνα είναι ότι από τα 3.500 κτίρια ένα μεγάλο τμήμα χρειάζεται δεύτερο εμπεριστατωμένο έλεγχο σύμφωνα με τις καρτέλες που έχουμε στη διάθεσή μας».
Στο επίκεντρο η ασφάλεια των σχολείων
Η εικόνα από το μισοκατεστραμμένο σχολείο στο Θέρμο Αιτωλοακαρνανίας επαναφέρει το δραματικό ερώτημα: κατά πόσο ασφαλή είναι τα σχολεία σε ενδεχόμενο σεισμό.
Τα χαλάσματα πάνω από τον πίνακα και οι ρωγμές αποτυπώνουν το εύρος του κινδύνου αλλά και τις ευθύνες των αρμόδιων.
Δεν είναι άλλωστε λίγα τα σχολεία που εγκατέλειψαν τα κτίρια με τον σεισμό του 1999, όπως στο Περιστέρι, και έκτοτε κάνουν μαθήματα σε λυόμενα. Προχθές ο καθηγητής Σεισμικής Μηχανικής του ΕΜΠ, κ. Γιάννης Πρωτονοτάριος, ανέφερε ότι, οκτώ χρόνια μετά τον σεισμό της Αττικής, κάπου 100 σχολεία εξακολουθούν να είναι επικίνδυνα.
«Μέχρι τώρα έχουμε ελέγξει 3.962 σχολεία και 4.981 στατικώς ανεξάρτητα κτίρια σε 40 νομούς της χώρας. Ο έλεγχος επικεντρώνεται στις σχολικές μονάδες που κτίστηκαν πριν από το 1959 χωρίς αντισεισμικές προδιαγραφές. Παράλληλα σε ορισμένες ευαίσθητες περιοχές ο έλεγχος επεκτείνεται σε όλα τα σχολεία όπως σε Κεφαλονιά, Λευκάδα, Ζάκυνθο, Σάμο, Λέσβο , Χίο» λέει ο κ. Πάνος Παταργιάς πρόεδρος του ΟΣΚ.
Χαμηλά ποσοστά επικινδυνότητας«Περισσότερα προβλήματα νομίζω ότι υπάρχουν στα κτίρια και τα σχολεία που κατασκευάστηκαν την περίοδο 1960-80, πριν από τον αντισεισμικό κανονισμό του 1985» λέει ο κ. Παναγιώτης Καρύδης καθηγητής του ΕΜΠ στο Εργαστήριο Αντισεισμικής Τεχνολογίας, που μετέχει σε προγράμματα έλεγχου των σχολείων τόσο με τον ΟΣΚ όσο και με τον Δήμο Αθηναίων.
«Τα γενικά στοιχεία των σχολείων που ελέγξαμε είναι αρκετά καλά από πλευράς δομικού συστήματος. Ενα πολύ μικρό ποσοστό, κάπου 1%, απαιτεί επισκευές, ενώ τα περισσότερα προβλήματα είναι δευτερεύουσας σημασίας».
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Στο μικροσκόπιο 1 στα 2 νοσοκομεία
Η αξία μιας ολοκληρωμένης έρευνας για τα δημόσια κτίρια καθίσταται εμφανής από μια μικρογραφία της μελέτης των δημόσιων κτιρίων, που έγινε από το εργαστήριο Σιδηροπαγούς Σκυροδέματος του Α.Π.Θ. και αφορά την κατάσταση των νοσοκομείων στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης καθώς και τα κτίρια του ίδιου πανεπιστημίου.
«Το 50% των νοσοκομειακών κτιρίων, δηλαδή ένα στα δύο, χρειάζεται λεπτομερέστερο έλεγχο. Αυτό σε ένα πλήθος κάπου 300 ανεξάρτητων από στατικής πλευράς κτιρίων. Οι νέες μονάδες είναι σε καλή κατάσταση, ενώ σε παλαιότερες χρειάζεται επανεξέταση ή και παρέμβαση.
Είναι ένα πρόγραμμα από την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και ήδη έχει παραδοθεί η μελέτη», λέει ο καθηγητής του ΑΠΘ κ. Γιώργος Πενέλης και εξηγεί ότι πρόκειται για κτιριακά συγκροτήματα που έχουν δημιουργηθεί σταδιακά και ορισμένα χρονολογούνται από την εποχή της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης.
«Στο ίδιο πρόγραμμα ελέγξαμε 160 ανεξάρτητα σχολικά κτίρια και το 40% χρειάζεται λεπτομερή επανεξέταση.
Επίσης στο Α.Π.Θ. από τα 150 στατικά ανεξάρτητα κτίρια χρειάζεται συστηματικός επανέλεγχος σε 60 κτίρια.
Εμείς ελέγξαμε 30 από αυτά και διαπιστώσαμε ότι τα 5-6 είναι άμεσης προτεραιότητας και απαιτούνται χρήματα για την ενίσχυσή τους.
Ηδη έχει γίνει η οριστική μελέτη για το πρώτο εξ αυτών, που είναι το κτίριο διοίκησης. Υστερα από διαγωνισμό, ανατέθηκε σε εργολάβο η επέμβαση που πρέπει να γίνει».
No comments:
Post a Comment